Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνησις
ζωογονητικός
ζωογονία
ζωογονικός
ζωόγονος
ζωογράφος
ζωοδοτήρ
ζωοδότης
ζωοδότιον
ζωοειδής
ζωοθετέω
ζωοθηρία
ζωοθηρικός
ζωοθυτέω
ζωοκέφαλος
ζωόμορφος
ζῷον
ζωόνυχον
ζῳοπλαστέω
View word page
ζωοδότιον
ζωο-δότιον, τό,= μελίλωτον, Ps.- Dsc. 3.40 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζωοδότιον
Headword (normalized):
ζωοδότιον
Headword (normalized/stripped):
ζωοδοτιον
IDX:
46476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46477
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζωο-δότιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">μελίλωτον</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.40 </span>.</div><br><br>'}