Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζώνιον
ζωνιοπλόκος
ζωνῖτις
ζώννυμι
ζωνογάστορες
ζωνοδράκοντις
ζωνοειδής
ζωνός
ζωνοφόρος
ζώντειον
ζώντως
ζῳογενής
ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνησις
ζωογονητικός
ζωογονία
ζωογονικός
ζωόγονος
ζωογράφος
ζωοδοτήρ
View word page
ζώντως
ζώντως,
A). vivide, Gloss.


ShortDef

vivide

Debugging

Headword:
ζώντως
Headword (normalized):
ζώντως
Headword (normalized/stripped):
ζωντως
IDX:
46464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46465
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζώντως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vivide,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}