Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζωνιαῖος
ζώνιον
ζωνιοπλόκος
ζωνῖτις
ζώννυμι
ζωνογάστορες
ζωνοδράκοντις
ζωνοειδής
ζωνός
ζωνοφόρος
ζώντειον
ζώντως
ζῳογενής
ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνησις
ζωογονητικός
ζωογονία
ζωογονικός
ζωόγονος
ζωογράφος
View word page
ζώντειον
ζώντειον or ζωντεῖον,
A). v. ζητρεῖον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζώντειον
Headword (normalized):
ζώντειον
Headword (normalized/stripped):
ζωντειον
IDX:
46463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46464
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζώντειον</span> or <span class="orth greek">ζωντεῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ζητρεῖον</span> .</div> </div><br><br>'}