Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζωμάλμη
ζωμάριον
ζωμάρυστρον
ζώμευμα
ζωμεύω
ζωμευτός
ζωμήρυσις
ζωμίδιον
ζωμίλη
ζωμίον
ζωμιστός
ζωμοποιέω
ζωμοποιός
ζωμός
ζωμοτάριχος
ζωναῖοι
ζωνάριον
ζώνη
ζωνιαῖος
ζώνιον
ζωνιοπλόκος
View word page
ζωμιστός
ζωμ-ιστός,
A). v. ζωμευτός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζωμιστός
Headword (normalized):
ζωμιστός
Headword (normalized/stripped):
ζωμιστος
IDX:
46445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζωμ-ιστός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ζωμευτός</span> .</div> </div><br><br>'}