Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλοκίζω
ἄλοξ
ἀλοπεύει
ἁλοπήγιον
ἁλοπηγός
ἀλόπιστος
ἄλοπος
ἁλοπώλης
ἁλοπώλια
ἁλορόα
ἇλος
ἁλοσάνθινος
ἁλόσανθον
ἁλοσάχνη
Ἁλοσύδνη
ἁλοτρίβανος
ἅλοτριψ
ἁλοτροφέω
ἄλουα
ἁλούργημα
ἁλουργής
View word page
ἇλος
ἇλος, Dor. for ἧλος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἇλος
Headword (normalized):
ἇλος
Headword (normalized/stripped):
αλος
IDX:
4641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἇλος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἧλος.</span> </div><br><br>'}