Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζῶγρος
ζωγύς
ζῳδαρίδιον
ζῳδάριον
ζῳδιακός
ζῳδιάρχης
ζῳδιογλύφος
ζῳδιοκράτωρ
ζῴδιον
ζῳδιοποιός
ζῳδιοφόρος
ζῳδιωτός
ζώζω
ζῴειος
ζωή
ζῳηδόν
ζωηρός
ζωητός
ζωηφόρος
ζωθάλμιος
ζωθαλπής
View word page
ζῳδιοφόρος
ζῳδι-οφόρος,
A). signifer, ib.


ShortDef

signifer

Debugging

Headword:
ζῳδιοφόρος
Headword (normalized):
ζῳδιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ζωδιοφορος
IDX:
46417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46418
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζῳδι-οφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">signifer</span>, ib.</div> </div><br><br>'}