Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζωγρία1
ζώγρια2
ζώγριον
ζωγρίας
ζῶγρος
ζωγύς
ζῳδαρίδιον
ζῳδάριον
ζῳδιακός
ζῳδιάρχης
ζῳδιογλύφος
ζῳδιοκράτωρ
ζῴδιον
ζῳδιοποιός
ζῳδιοφόρος
ζῳδιωτός
ζώζω
ζῴειος
ζωή
ζῳηδόν
ζωηρός
View word page
ζῳδιογλύφος
ζῳδιο-γλύφος [ῠ],, Plu. 2.712e .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζῳδιογλύφος
Headword (normalized):
ζῳδιογλύφος
Headword (normalized/stripped):
ζωδιογλυφος
IDX:
46413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46414
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζῳδιο-γλύφος</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.712e </span>.</div><br><br>'}