Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀλοίω
ἀλοκίζω
ἄλοξ
ἀλοπεύει
ἁλοπήγιον
ἁλοπηγός
ἀλόπιστος
ἄλοπος
ἁλοπώλης
ἁλοπώλια
ἁλορόα
ἇλος
ἁλοσάνθινος
ἁλόσανθον
ἁλοσάχνη
Ἁλοσύδνη
ἁλοτρίβανος
ἅλοτριψ
ἁλοτροφέω
ἄλουα
ἁλούργημα
View word page
ἁλορόα
ἁλορόα·
ἄρουρα, καὶ γεωργία παρὰ θάλασσαν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἁλορόα
Headword (normalized):
ἁλορόα
Headword (normalized/stripped):
αλοροα
IDX:
4640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4641
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁλορόα·</span> <span class="foreign greek">ἄρουρα, καὶ γεωργία παρὰ θάλασσαν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}