Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζωγονέω
ζωγορίτης
ζωγραφεῖον
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφητός
ζωγραφία
ζωγραφίδες
ζωγραφικός
ζώγραφος
ζωγρεία
ζωγρεῖον
ζωγρεύς
ζωγρεύω
ζωγρέω
ζωγρία1
ζώγρια2
ζώγριον
ζωγρίας
ζῶγρος
ζωγύς
View word page
ζωγρεία
ζωγρ-εία,
A). v. ζωγρία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζωγρεία
Headword (normalized):
ζωγρεία
Headword (normalized/stripped):
ζωγρεια
IDX:
46398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46399
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζωγρ-εία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ζωγρία</span> .</div> </div><br><br>'}