Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζωάγρια2
ζωαλκής
ζῳάριον
ζωάρκεια
ζωαρκής
ζῴαρχος
ζωγάνης
ζώγη
ζωγλύφος
ζωγονέω
ζωγορίτης
ζωγραφεῖον
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφητός
ζωγραφία
ζωγραφίδες
ζωγραφικός
ζώγραφος
ζωγρεία
ζωγρεῖον
View word page
ζωγορίτης
ζωγορίτης· ὁ ὀπὸς τοῦ ὀποβαλσάμου, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζωγορίτης
Headword (normalized):
ζωγορίτης
Headword (normalized/stripped):
ζωγοριτης
IDX:
46389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζωγορίτης·</span> <span class="foreign greek">ὁ ὀπὸς τοῦ ὀποβαλσάμου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}