Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ζυγίζω
ζυγικός
ζύγιμος
ζύγινος
ζύγιον
ζύγιος
ζυγίς
ζυγίσκον
ζυγίτης
ζυγῖτις
ζυγκλεῖ
ζυγοδέσμιον
ζυγόδεσμον
ζυγοδέτης
ζυγοειδής
ζυγόεις
ζυγοκέφαλον
ζυγοκρούστης
ζυγόλωρον
ζυγομαχέω
ζυγομαχία
View word page
ζυγκλεῖ
ζυγκλεῖ·
μύει, ὁρμᾷ, σκυθρωπάζει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ζυγκλεῖ
Headword (normalized):
ζυγκλεῖ
Headword (normalized/stripped):
ζυγκλει
IDX:
46315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46316
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζυγκλεῖ·</span> <span class="foreign greek">μύει, ὁρμᾷ, σκυθρωπάζει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}