ζύγαστρον
ζύγαστρον [ῠ],,
A). chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, ), Tr. 692 , E.ap.Phot., Cyr. 7.3.1 .
2). at Delphi, = γραμματοφυλάκιον , SIG 241.49 , 146 (iv B.C.), Delph. 3(2).205 (iii B.C.),