ζοφερός
ζοφ-ερός, ά, όν,(ζόφος)
A). dusky, gloomy, Χάος Th. 814 ; οἴκημα Acut.(Sp.) 18 , cf. Hierocl. p.33A.; opp. λαμπρός, of the air, misty, , cf. 2.140 Nigr. 4 ; τὴν θάλασσαν ζοφερὰν διαφαίνεσθαι Mir. 843a25 ; τὸ ζοφερόν Virg. 1 , de An. 426b2 .
2). metaph., ζ. φροντίδες AP 5.296.8 ( ).