Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζηλότυπος
ζηλόω
ζήλωμα
ζήλωσις
ζηλωτέος
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημία
ζημιάζω
ζημιοπρακτέω
ζημιόψυχος
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
ζημίωσις
ζημιωτής
ζημιωτικός
Ζήν
Ζηνοδότειος
Ζηνοδοτήρ
View word page
ζημιοπρακτέω
ζημιο-πρακτέω,
A). exact punishment from, τινὰ τὰ μὴ καθήκοντα PTaur. 7.7 (ii B.C.).


ShortDef

exact punishment from

Debugging

Headword:
ζημιοπρακτέω
Headword (normalized):
ζημιοπρακτέω
Headword (normalized/stripped):
ζημιοπρακτεω
IDX:
46226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46227
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζημιο-πρακτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exact punishment from</span>, <span class="quote greek">τινὰ τὰ μὴ καθήκοντα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTaur.</span> 7.7 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}