Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννία
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγέρδα
ἀγερέθω
ἄγερθεν
ἀγερμός
ἀγερμοσύνη
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
View word page
ἀγεννία
ἀγενν-ία, v. sub ἀγέννεια.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγεννία
Headword (normalized):
ἀγεννία
Headword (normalized/stripped):
αγεννια
IDX:
461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγενν-ία</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀγέννεια</span>.</div><br><br>'}