Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζευγοτροφέω
ζευγότροφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζεύκτειρα
ζευκτήρ
ζευκτήριος
ζευκτὴς
ζευκτικός
ζευκτός
ζεύμαν
ζευξίγαμος
Ζευξιδία
ζευξίλεως
ζεύξιππος
ζεῦξις
Ζεύς
ζεύσασθαι
ζεφυρήϊος
ζεφυρηΐς
ζεφυρίη
View word page
ζεύμαν
ζεύμαν· τὴν πηγήν (Phryg.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζεύμαν
Headword (normalized):
ζεύμαν
Headword (normalized/stripped):
ζευμαν
IDX:
46185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζεύμαν·</span> <span class="foreign greek">τὴν πηγήν</span> (Phryg.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}