Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ζευγίζω
ζευγίον
ζευγίππης
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεῦγλᾰ
ζεύγλη
ζεύγληθεν
ζεύγληφι
ζευγλόδεσμον
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγότροφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζεύκτειρα
View word page
ζευγλόδεσμον
ζευγλόδεσμον
,
τό
,=
ζυγόδεσμον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ζευγλόδεσμον
Headword (normalized):
ζευγλόδεσμον
Headword (normalized/stripped):
ζευγλοδεσμον
IDX:
46169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46170
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζευγλόδεσμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">ζυγόδεσμον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}