ζεύγλ-η,
ἡ,
A). loop attached to the yoke (
ζυγόν), through which the beasts' heads were put,
χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il. 17.440 ;
ἔζευξα .. ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα A. Pr. 463 ;
ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ.
Hdt. 1.31 ;
βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi. P. 4.227 ;
ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ.
Luc. DMar. 6.2 .
2). =
ζεῦγος 1.1 ,
BGU 1507 (iii B.C.).—Not found in good Att. Prose.