Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζέρνα
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
ζεστός
ζεστότης
ζετραία
ζευγάριον
ζεύγελα
ζευγελάτης
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίον
ζευγίππης
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεῦγλᾰ
View word page
ζευγελάτης
ζευγελάτης [ᾰ],,= ζευγηλάτης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζευγελάτης
Headword (normalized):
ζευγελάτης
Headword (normalized/stripped):
ζευγελατης
IDX:
46155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζευγελάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>,= <span class="foreign greek">ζευγηλάτης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}