Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζέρεθρον
ζέρνα
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
ζεστός
ζεστότης
ζετραία
ζευγάριον
ζεύγελα
ζευγελάτης
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίον
ζευγίππης
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
View word page
ζεύγελα
ζεύγελα· διάβροχα ξύλα· καὶ τῶν βοῶν ἢ ἡμιόνων ζευκτά· καὶ τέμαχος ἐκ πλευρᾶς ἡλισμένης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζεύγελα
Headword (normalized):
ζεύγελα
Headword (normalized/stripped):
ζευγελα
IDX:
46154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46155
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζεύγελα·</span> <span class="foreign greek">διάβροχα ξύλα· καὶ τῶν βοῶν ἢ ἡμιόνων ζευκτά· καὶ τέμαχος ἐκ πλευρᾶς ἡλισμένης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}