ζεστός
ζεστός, ή, όν,(ζέω)
II). hot, ὕδωρ Fr. 70.11 , , 1.33 ; 1.50 ὕδατα ζ., of hot springs, ; opp. 12.8.17 χλιαρός, P. 1.101 ; ψάμμος ; 6.23 λίθος Ps.- Fluv. 1.2 ; εἰ δὲ -οτέρας κράσεως δέοιντο if they want the oil-bath hotter, ap. : metaph., 10.37.12 χλιαρὸς εἶ καὶ οὔτε ζ. οὔτε ψυχρός Apoc. 3.15 .