Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζειρά
ζειρατείς
ζειροφόρος
ζείω
ζεκαμναία
ζεκελτίδες
ζελᾶς
ζέλκια
ζέλλω
ζέμα
ζέμελεν
ζέννυμι
ζεοποίιον
ζεόπυρον
ζέρεθρον
ζέρνα
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
ζεστός
View word page
ζέμελεν
ζέμελεν· βάρβαρον ἀνδράποδον (Phryg.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζέμελεν
Headword (normalized):
ζέμελεν
Headword (normalized/stripped):
ζεμελεν
IDX:
46140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46141
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζέμελεν·</span> <span class="foreign greek">βάρβαρον ἀνδράποδον</span> (Phryg.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}