Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζάπυρος
ζαργάνη
ζάρηκες
ζάρος
ζαροῦν
ζατόω
ζατρεφής
ζατρίκιον
ζαυκίτροφος
ζαφλεγής
ζαφοίταισα
ζαφόρος
ζάχολος
ζαχραής
ζαχρειής
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάχυτος
ζάψ
ζάω
View word page
ζαφοίταισα
ζαφοίταισα,
A). v. διαφοιτάω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζαφοίταισα
Headword (normalized):
ζαφοίταισα
Headword (normalized/stripped):
ζαφοιταισα
IDX:
46109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46110
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζαφοίταισα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαφοιτάω</span> .</div> </div><br><br>'}