Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ζαμιοργία
Ζάν
ζανεκέως
ζάπεδον
ζαπίμελος
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζαπότης
ζάπυρος
ζαργάνη
ζάρηκες
ζάρος
ζαροῦν
ζατόω
ζατρεφής
ζατρίκιον
ζαυκίτροφος
ζαφλεγής
ζαφοίταισα
ζαφόρος
ζάχολος
View word page
ζάρηκες
ζάρηκες
(
-ικές
cod. extra ordinem)
· ἐπίθετον πελαγῶν
(
-αργῶν
Mus.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ζάρηκες
Headword (normalized):
ζάρηκες
Headword (normalized/stripped):
ζαρηκες
IDX:
46101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46102
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζάρηκες</span> (<span class="foreign greek">-ικές</span> cod. extra ordinem)<span class="foreign greek">· ἐπίθετον πελαγῶν </span>(<span class="foreign greek">-αργῶν</span> Mus.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}