Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ζάλευκος
ζαλέω
ζάλη
ζαλλεύω
ζαλμός
ζάλος
ζᾶλος
ζάματος
ζαμενέω
ζαμενής
ζαμερίτας
ζαμῆται
ζαμία
ζαμιοργία
Ζάν
ζανεκέως
ζάπεδον
ζαπίμελος
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζαπότης
View word page
ζαμερίτας
ζαμερίτας
,
α
,
ὁ
, Dor. word for
μακαρίτης
,
Phot.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ζαμερίτας
Headword (normalized):
ζαμερίτας
Headword (normalized/stripped):
ζαμεριτας
IDX:
46088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46089
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζαμερίτας</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Dor. word for <span class="foreign greek">μακαρίτης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}