Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζακορίσου
ζάκορος
ζάκοτος
ζακρυόεις
ζάκτι
ζακυνθίδες
ζαλάω
ζαλέγομαι
ζαλεία
ζάλευκος
ζαλέω
ζάλη
ζαλλεύω
ζαλμός
ζάλος
ζᾶλος
ζάματος
ζαμενέω
ζαμενής
ζαμερίτας
ζαμῆται
View word page
ζαλέω
ζᾱλέω,
A). v. ζηλέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζαλέω
Headword (normalized):
ζαλέω
Headword (normalized/stripped):
ζαλεω
IDX:
46079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46080
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζᾱλέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ζηλέω</span> .</div> </div><br><br>'}