Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ζακαλλής
ζακορεύω
ζακορίσου
ζάκορος
ζάκοτος
ζακρυόεις
ζάκτι
ζακυνθίδες
ζαλάω
ζαλέγομαι
ζαλεία
ζάλευκος
ζαλέω
ζάλη
ζαλλεύω
ζαλμός
ζάλος
ζᾶλος
ζάματος
ζαμενέω
ζαμενής
View word page
ζαλεία
ζαλεία, ,= δάφνη Ἀλεξανδρεία, Dsc. 4.145 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζαλεία
Headword (normalized):
ζαλεία
Headword (normalized/stripped):
ζαλεια
IDX:
46077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζαλεία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">δάφνη Ἀλεξανδρεία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.145 </span>.</div><br><br>'}