Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ζαιός
ζακαλλής
ζακορεύω
ζακορίσου
ζάκορος
ζάκοτος
ζακρυόεις
ζάκτι
ζακυνθίδες
ζαλάω
ζαλέγομαι
ζαλεία
ζάλευκος
ζαλέω
ζάλη
ζαλλεύω
ζαλμός
ζάλος
ζᾶλος
ζάματος
ζαμενέω
View word page
ζαλέγομαι
ζαλέγομαι
,
A).
v.
διαλέγομαι, ζαελεξάμαν
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ζαλέγομαι
Headword (normalized):
ζαλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
ζαλεγομαι
IDX:
46076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46077
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζαλέγομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαλέγομαι, ζαελεξάμαν</span> .</div> </div><br><br>'}