Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔωσα
ἕωσπερ
Ἑωσφόρος
ἑωυτοῦ
*v
Ζζ
ζά1
ζᾶ2
ζαβάλλω
ζάβατος
ζαβλεμένως
ζάβοτος
ζαβρός
ζάγκλη
ζάγκλον
ζάγρα
Ζαγραῖος
Ζαγρεύς
ζάγρη
ζάδηλος
ζαελεξάμαν
View word page
ζαβλεμένως
ζαβλεμένως· μεγάλως πεποιθώς, Hsch.; cf. βλεμεαίνω, ἀβλεμέως.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζαβλεμένως
Headword (normalized):
ζαβλεμένως
Headword (normalized/stripped):
ζαβλεμενως
IDX:
46050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46051
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζαβλεμένως·</span> <span class="foreign greek">μεγάλως πεποιθώς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">βλεμεαίνω, ἀβλεμέως</span>.</div><br><br>'}