ζά1
ζά [ᾰ], Aeol. for διά, rarely as Prep.,
A). ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν , cf. 29.6 IG 12(2).484.3 (Mytil.); ζὰ νυκτός ap.Jo.Gramm. Comp. 3.3 ; ζὰ χῶρις ἔχην Oxy. 1787 Fr. 3ii 18 ; ζαβάλλω, ζάημι, etc.
2). as Prefix (cf. διά), very, in Ep. Adjs., ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, etc.; cf. ζαμενέω, ζάπλουτος, ζάφελος.