Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλογιστία
ἀλόγιστος
ἀλογογράφητος
ἀλογοειδής
ἀλογοθέτητος
ἀλογομυῖα
ἀλογόομαι
ἀλογοπάθεια
ἀλογοπρεπῶς
ἄλογος
ἀλογχεῖν
ἄλογχος
ἄλογχος
ἀλογώδης
ἀλόη
ἀλοηδάριον
ἀλόησις
ἀλοησμός
ἀλοητέα
ἀλοητής
ἀλοητός
View word page
ἀλογχεῖν
ἀλογχεῖν· Ἀλόγχους μιμεῖσθαι, ὅ ἐστι ἔθνος Θρᾳκῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλογχεῖν
Headword (normalized):
ἀλογχεῖν
Headword (normalized/stripped):
αλογχειν
IDX:
4603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλογχεῖν·</span> <span class="foreign greek">Ἀλόγχους μιμεῖσθαι, ὅ ἐστι ἔθνος Θρᾳκῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}