Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἕψησις
ἑψητεῖς
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητήριον
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψιάτιμον
ἑψιέω
ἑψικός
ἐψιλωμένως
ἐψιμυθισμένως
ἑψόπωλις
ἕψω
ἔω2
ἐώα
ἕωθεν
ἑωθινός
View word page
ἑψιάτιμον
ἑψι-άτιμον·
γυμναστικόν, παιγνιῶδες
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑψιάτιμον
Headword (normalized):
ἑψιάτιμον
Headword (normalized/stripped):
εψιατιμον
IDX:
46015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46016
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑψι-άτιμον·</span> <span class="foreign greek">γυμναστικόν, παιγνιῶδες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}