Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑψέϊνα
ἕψεμα
ἐψευσμένως
ἑψέω
ἕψημα
ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητεῖς
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητήριον
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψιάτιμον
ἑψιέω
ἑψικός
ἐψιλωμένως
ἐψιμυθισμένως
View word page
ἑψητήριον
ἑψ-ητήριον
,
τό
, = foreg.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑψητήριον
Headword (normalized):
ἑψητήριον
Headword (normalized/stripped):
εψητηριον
IDX:
46009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46010
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑψ-ητήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}