Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑψάνδρα
ἑψάνη
ἑψανός
ἑψέϊνα
ἕψεμα
ἐψευσμένως
ἑψέω
ἕψημα
ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητεῖς
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητήριον
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψιάτιμον
ἑψιέω
View word page
ἑψητεῖς
ἑψ-ητεῖς· τὰ μικρὰ ἰχθύδια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑψητεῖς
Headword (normalized):
ἑψητεῖς
Headword (normalized/stripped):
εψητεις
IDX:
46006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46007
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑψ-ητεῖς·</span> <span class="foreign greek">τὰ μικρὰ ἰχθύδια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}