Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐχομένιον
ἐχομένως
ἐχόντως
ἐχυρῆσαι
ἐχυρός
ἐχυρότης
ἐχυρόφρων
ἐχυρόω
ἔχω1
ἔχω2
ἐψάλαται
ἑψαλέος
ἑψάνδρα
ἑψάνη
ἑψανός
ἑψέϊνα
ἕψεμα
ἐψευσμένως
ἑψέω
ἕψημα
ἑψηματώδης
View word page
ἐψάλαται
ἐψάλᾰται
, Ion. 3 pl. pf. Pass. of
ψάλλω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐψάλαται
Headword (normalized):
ἐψάλαται
Headword (normalized/stripped):
εψαλαται
IDX:
45994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45995
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐψάλᾰται</span>, Ion. 3 pl. pf. Pass. of <span class="foreign greek">ψάλλω</span>.</div><br><br>'}