ἔχθω1
ἔχθω (A),
A). hate, οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί Fr. 353 ; ἔχθεις Ph. 510 (lyr.), Med. 117 (anap.); ἔχθει Aj. 459 : c. dupl.acc., ταῦτά τοί σ’ ἔχθει πόσις Andr. 212 :— only in Pass., καὶ ἐχθομενός περ Ἀθήνῃ ; 4.502 οὐ γὰρ ὀΐω πάγχυ θεοῖς .. [αὐτὸν] ἔχθεσθαι ib. 756 ; ἦ τοι ἐμοὶ ῥήγεα σιγαλόεντα ἤχθεθ' 19.338 ; ἤχθετο πᾶσι θεοῖσι 14.366 ; κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί Ag. 417 (lyr.); σωφρονοῦντι δ’ ἤχθετο Hipp. 1402 .—Only pres. and impf., exc. pf. part. Pass. ἠχθημένος : the forms 827 ἔχθει (imper.) , 1032 ἤχθεε are corrupt. 7.39