Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐχεμυθία
ἐχέμυθος
ἐχενηΐς
ἐχενίκειον
ἐχεόδηκτος
ἐχεπάμων
ἐχεπευκής
ἐχέπικρος
ἐχέπωλος
ἐχερρημοσύνη
ἐχεσαμία
ἐχέσαρκος
ἔχεσκον
ἐχέστονος
ἐχέτης
ἐχέτλη
ἐχετλήεις
ἐχέτλιον
ἐχετογνώμονες
ἐχέτρωσις
ἔχευα
View word page
ἐχεσαμία
ἐχε-σᾱμία·
ὅτε θέρους ὄντος ψεκάσῃ ἤ βροντήσῃ
,
Hsch.
(i. e. a sign which causes public business to be suspended, cf.
διοσημία
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐχεσαμία
Headword (normalized):
ἐχεσαμία
Headword (normalized/stripped):
εχεσαμια
IDX:
45896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45897
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐχε-σᾱμία·</span> <span class="foreign greek">ὅτε θέρους ὄντος ψεκάσῃ ἤ βροντήσῃ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (i. e. a sign which causes public business to be suspended, cf. <span class="foreign greek">διοσημία</span>).</div><br><br>'}