Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐφόδια
ἐφοδιάζω
ἐφοδιασμός
ἐφοδιαστής
ἐφοδικός
ἐφόδιον
ἐφόδιος
ἔφοδος
ἔφοδος
ἔφοδοϲ
ἐφοίτη
ἐφόλκαιον
ἐφολκή
ἐφόλκιον
ἐφολκίς
ἐφολκός
ἐφομαρτέω
ἐφομιλέω
ἐφόνιον
ἐφοπλίζω
ἐφόρασις
View word page
ἐφοίτη
ἐφοίτη, Dor. 3 sg. impf. of φοιτάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐφοίτη
Headword (normalized):
ἐφοίτη
Headword (normalized/stripped):
εφοιτη
IDX:
45810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45811
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐφοίτη</span>, Dor. 3 sg. impf. of <span class="foreign greek">φοιτάω</span>.</div><br><br>'}