Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐφιππεύω
ἐφίππιος
ἐφιππίς
ἔφιππος
ἐφίπταμαι
ἐφίσδω
ἐφιστάνω
ἐφίστασις
ἐφιστάω
ἐφίστημι
ἐφίστιος
ἐφιστορέω
ἔφλαδον
ἐφοδεία
ἐφοδευτέον
ἐφοδευτής
ἐφοδευτικῶς
ἐφοδεύω
ἐφοδηγέω
ἐφόδια
ἐφοδιάζω
View word page
ἐφίστιος
ἐφίστιος,
A). v. ἐφέστιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐφίστιος
Headword (normalized):
ἐφίστιος
Headword (normalized/stripped):
εφιστιος
IDX:
45791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45792
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐφίστιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐφέστιος</span> .</div> </div><br><br>'}