ἔφημαι
ἔφημαι, pf. Pass. used as a pres., (cf. ἧμαι)
A). to be seated on, sit on, κληΐδεσσιν ἐφήμενοι ;[ 12.215 θρόνῳ] 6.309 ; πύλῃσιν Al. 507 : c. gen., πόντου θινὸς ἐφήμενος Ph. 1124 , cf. ; 367 to be seated at or in, δόμοις, τάφῳ, Ag. 1217 , Ch. 501 : c.acc., βρέτας ἐφήμενος Eu. 409 ; τάφον Fr. 157 ( ἐφιμένη cod. ): βωμία ἐφημένη, = βωμῷ ἐ. , Supp. 93 .
III). ἐπήμενοι dub. sens. (or from έφίημι?) in Supp. 4.14 .