ἐφεκτικός
ἐφεκ-τικός, ή, όν,
A). able to check or stop, κοιλίας ap. , Mnesith. ap. eund. 8.355e 2.57d ; ἱδρώτων ; 1.30 ἀφροδισίων Gp. 12.27.3 ( Comp.); σηπεδόνων . 5.109
II). practising suspense of judgement, of the Sceptics, Stoic. 2.37 , , 11.5.6 VS 1.8.4 , Prooem. 16 , in Metaph. 73.16 . Adv.- κῶς Epict. 1.14.7 .
III). Geom., ἐ. τόπος immobile locus, opp. διεξοδικός (q.v.), Fr. 22 .