Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐφαπλωτέον
ἐφαπτίς
ἐφάπτω
ἐφαπτώδης
ἐφάπτωρ
ἐφαρδμόν
ἐφαρμογή
ἐφαρμόζω
ἐφάρμοσις
ἐφαρμοστέον
ἐφάρξαντο
ἐφαρπάζω
ἐφαύριον
ἔφαψις
ἐφέασθεν
ἐφεβδοματικός
ἐφέβδομος
ἐφεγρήσσων
ἐφέδρα
ἐφεδράζω
ἐφέδρανον
View word page
ἐφάρξαντο
ἐφάρξαντο
, Att. for
ἐφράξαντο
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐφάρξαντο
Headword (normalized):
ἐφάρξαντο
Headword (normalized/stripped):
εφαρξαντο
IDX:
45614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45615
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐφάρξαντο</span>, Att. for <span class="foreign greek">ἐφράξαντο</span>.</div><br><br>'}