ἐφαπλόω
ἐφαπλ-όω,
A). spread or unfold over, ἄωτον A. 1336 : c. gen., λέων .. γυῖα γῆς ἐφαπλώσας ; 95.2 στῆθος ἐφαπλώσας .. ὄχθης D. 15.9 : c. dat., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐ. ib. 20.385 ; ἐρετμοῖς χεῖρας A. 457 : metaph., ἐ. τὸ ἀγαθὸν διὰ τοῦ κόσμου in CA 21p.467M. :— Pass., τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί to have the skin of the front feet spread over the hands, ; 1.20 σκότος ἐφήπλωται v.l. in . 2.167a