εὐχρηστία
εὐχρηστ-ία, ἡ,
A). ready use, σκευῶν Oec. 1345b1 , cf. Bel. 72.7 ; utility, serviceableness, ; 3.168 πρός τι . 9.7.5
2). service rendered, πλείστην εὐ. τῇ ἐπαρχείᾳ παρέξεσθαι Inscr.Prien. 105.25 (i B.C.).