Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔχορος
εὔχορτος
εὖχος
εὔχρεως
εὐχρηματέω
εὐχρηματία
εὐχρημάτιστος
εὐχρήματος
εὐχρημονέω
εὐχρηστέω
εὐχρήστημα
εὐχρηστία
εὔχρηστος
εὐχρηστότης
εὐχρηστόψυχος
εὐχρόαστος
εὐχροέω
εὐχροής
εὔχροια
εὔχροος
εὔχρυσος
View word page
εὐχρήστημα
εὐχρήστ-ημα, ατος, τό,
A). advantage received, Stoic. 3.23 .


ShortDef

advantage received

Debugging

Headword:
εὐχρήστημα
Headword (normalized):
εὐχρήστημα
Headword (normalized/stripped):
ευχρηστημα
IDX:
45507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45508
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐχρήστ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">advantage received,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stoic.</span> 3.23 </span>.</div> </div><br><br>'}