Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐχίον
εὔχλοος
εὔχλωρος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὔχορος
εὔχορτος
εὖχος
εὔχρεως
εὐχρηματέω
εὐχρηματία
εὐχρημάτιστος
εὐχρήματος
εὐχρημονέω
εὐχρηστέω
εὐχρήστημα
εὐχρηστία
εὔχρηστος
εὐχρηστότης
εὐχρηστόψυχος
εὐχρόαστος
View word page
εὐχρηματία
εὐχρημᾰτ-ία, ,
A). wealth, ibid.


ShortDef

wealth

Debugging

Headword:
εὐχρηματία
Headword (normalized):
εὐχρηματία
Headword (normalized/stripped):
ευχρηματια
IDX:
45502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45503
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐχρημᾰτ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wealth</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}