Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐχετίαζον
εὐχή
εὐχήμων
εὔχιλος
εὐχίμαρος
εὐχίον
εὔχλοος
εὔχλωρος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὔχορος
εὔχορτος
εὖχος
εὔχρεως
εὐχρηματέω
εὐχρηματία
εὐχρημάτιστος
εὐχρήματος
εὐχρημονέω
εὐχρηστέω
εὐχρήστημα
View word page
εὔχορος
εὔχορος,
A). v. ἠϋχ -.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔχορος
Headword (normalized):
εὔχορος
Headword (normalized/stripped):
ευχορος
IDX:
45497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45498
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔχορος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἠϋχ</span> -.</div> </div><br><br>'}