Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐχείμερος
εὐχείμων
εὐχεῖον
εὔχειρ
εὐχειρία
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχέτης
εὐχετίαζον
εὐχή
εὐχήμων
εὔχιλος
εὐχίμαρος
εὐχίον
εὔχλοος
εὔχλωρος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὔχορος
View word page
εὐχετίαζον
εὐχετίαζον·
ηὔχοντο
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐχετίαζον
Headword (normalized):
εὐχετίαζον
Headword (normalized/stripped):
ευχετιαζον
IDX:
45487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45488
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐχετίαζον·</span> <span class="foreign greek">ηὔχοντο</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}