εὐχετάομαι, Ep. for
εὔχομαι, only in pres. and impf. (without augm.):—
II). boast, profess, c. inf.,
τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;
Od. 1.172 , etc.; with inf. omitted,
A.R. 1.189 ,
Orph. A. 289 ;
brag,
ἵνα μή τις .. εὐχετόῳτ’ ἐπέεσσι Il. 12.391 ;
οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι 17.19 ;
μὰψ αὔτως εὐχετάασθαι 20.348 ;
κταμένοισιν ἐπ’ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι to glory over them,
Od. 22.412 .