Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐχαριστήριος
εὐχαριστητέον
εὐχαριστητικός
εὐχαριστία
εὐχαριστικός
εὐχάριστος
εὐχάριτος
εὐχάροπος
εὐχατῆσαι
εὐχείμερος
εὐχείμων
εὐχεῖον
εὔχειρ
εὐχειρία
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχέτης
εὐχετίαζον
εὐχή
View word page
εὐχείμων
εὐχείμων, prob. f.l. for λευχ-, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐχείμων
Headword (normalized):
εὐχείμων
Headword (normalized/stripped):
ευχειμων
IDX:
45478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45479
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐχείμων</span>, prob. f.l. for <span class="itype greek">λευχ</span>-, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}